Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουράνια τα [uránia] Ο39 : (λαϊκότρ., λογοτ.) ο ουρανός ιδίως στη σημ. 2. ΦΡ ανεβάζω κπ. / κτ. στα ~, τον επαινώ πολύ. είμαι στα ~, αισθάνομαι ευτυχισμένος.
[ελνστ. τά οὐράνια `τα πράγματα του ουρανού που τα έφτιαξε ο Θεός΄ ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του αρχ. επιθ. οὐράνιος]