Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ουλίτιδα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ουλίτιδα η [ulítiδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονή των ούλων: Aίτια / συνέπειες / θεραπεία της ουλίτιδας. Οδοντόπαστα που καταπολεμά την ~.

[λόγ. ούλ(ον) -ίτις > -ίτιδα μτφρδ. γαλλ. gingivite]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες