Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουκ [úk] μόριο αρνητ. : (απαρχ.) μόνο στις εκφράσεις ~ αν λάβοις παρά του μη έχοντος*. ~ εν τω πολλώ το ευ*. ων ~ έστι* αριθμός.
[λόγ. < αρχ. οὐ, πριν από φων. οὐκ]
[Λεξικό Κριαρά]
- ουκ, μόρ.,
- βλ. ου.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουκάζιο το [ukázio] Ο40 : τσαρικό διάταγμα.
[λόγ. < ρωσ. ukaz `διάταγμα΄ -ιον]
[Λεξικό Κριαρά]
- ουκάπ‑,
- βλ. κάπ‑.
[Λεξικό Κριαρά]
- ουκάτι, αντων.,
- βλ. κάτι.
[Λεξικό Κριαρά]
- ουκάτις, αντων.,
- βλ. κάτις ‑κάτινας.
[Λεξικό Κριαρά]
- ουκί, μόρ.,
- βλ. ου.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουκρανικός -ή -ό [ukranikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Ουκρανία ή στους Ουκρανούς ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Ουκρανική κυβέρνηση / γλώσσα. Ουκρανικά προϊόντα. || (ως ουσ.) η ουκρανική, τα ουκρανικά, η ουκρανική γλώσσα.
ουκρανικά ΕΠIΡΡ σε ουκρανική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~. [λόγ. Ουκραν(ία) -ικός < ρωσ. Ukrain(a) -ία ίσως με ανομ. αποβ. του πρώτου [i] ]