Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ουζουφρούττο το.
-
- Επικαρπία:
- να 'χει, ώστε απού να ζει, το ουζουφρούττου του λεγομένου αμπελιού (Βαρούχ. 12018).
[<ιταλ. usufrutto. Πβ. λ. ουσούσφρουκτος και ουσούφρουκτος τον 6. αι. καθώς και ‑φρουττουαρία σε έγγρ. του 17. αι.]
- Επικαρπία:
[Λεξικό Κριαρά]
- ουζουφρουττουάριος ο· ζουουφρουττάριος.
-
- Επικαρπωτής:
- να είναι το πράμα τση ο άνωθέν τση άνδρας ουζουφρουττουάριος έως όλην την ζωήν (Βαρούχ. 8267· αυτ. 5149).
[<ιταλ. usufruttuario. Τ. ουσουφρουκτάριος και ουσουφρουκτουάριος τον 6. αι.]
- Επικαρπωτής:
[Λεξικό Κριαρά]
- ουζουφρουττουάρω.
-
- Έχω το δικαίωμα της επικαρπίας:
- να ουζουφρουττουάρει τσι αυτούς τόπους χρόνους πέντε (Διαθ. 17. αι. 3102).
[<ιταλ. usufruttuare. Η λ. σε έγγρ. του 16.-17. αι.]
- Έχω το δικαίωμα της επικαρπίας: