Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ουζουφρουττουάριος ο· ζουουφρουττάριος.
-
- Επικαρπωτής:
- να είναι το πράμα τση ο άνωθέν τση άνδρας ουζουφρουττουάριος έως όλην την ζωήν (Βαρούχ. 8267· αυτ. 5149).
[<ιταλ. usufruttuario. Τ. ουσουφρουκτάριος και ουσουφρουκτουάριος τον 6. αι.]
- Επικαρπωτής: