Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουδόλως [uδólos] επίρρ. ποσ. : (λόγ.) καθόλου.
[λόγ. < ελνστ. οὐδόλως < φρ. οὐδ΄ ὅλως]
[Λεξικό Κριαρά]
- ουδόλως, επίρρ.· ουδεόλως.
-
— Πβ και μηδόλως.
- α) Καθόλου:
- εις αύτον δε παρηγοριά ουδόλως γαρ ουκ ήτον (Φλώρ. 295)·
- β) καθόλου δεν:
- να πολεμήσουν δεύτερον ουδόλως προθυμούνται (Ριμ. Βελ. ρ. 324· Καλλίμ. 171)·
- γ) επ’ ουδενί λόγω, σε καμιά περίπτωση:
- δεν κάμνει χρειά τινάς ουδόλως ν’ αγαπήσει (Φαλιέρ., Ενύπν. 63· Κορων., Μπούας 72).
[μτγν. επίρρ. ουδόλως]
- α) Καθόλου: