Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ουδετεροποιώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ουδετεροποιώ [uδeteropió] -ούμαι Ρ10.9 : 1. (νομ.) επιβάλλω ουδετεροποίηση1: Ουδετεροποιημένη περιοχή. 2. (γλωσσ., παθ.) υφίσταμαι ουδετεροποίηση2: Στα γερμανικά ουδετεροποιείται η αντίθεση ηχηρών και άηχων συμφώνων στο τέλος της λέξης.

[λόγ. ουδετερο(ποίησις) -ποιώ (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες