Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουδετεροποίηση η [uδeteropíisi] Ο33 : 1. (νομ.) στο διεθνές δίκαιο, η απαγόρευση μετατροπής μιας περιοχής σε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων. 2. (γλωσσ.) φαινόμενο κατά το οποίο η φωνολογική αντίθεση ανάμεσα σε δύο φωνήματα μιας γλώσσας παύει να ισχύει σε ορισμένες θέσεις στις οποίες τα φωνήματα αυτά πραγματώνονται με τον ίδιο τρόπο: ~ της αντίθεσης ηχηρών και άηχων συμφώνων στο τέλος της λέξης.
[λόγ. ουδέτερ(ος) -ο- + -ποίη(σις) -ση απόδ. γερμ. Neutralisierung]