Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουδέποτε [uδépote] επίρρ. : (λόγ.) μηδέποτε, ποτέ, ούτε μία φορά: Mπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι ~ επιχείρησα να παρέμβω στο έργο σας.
[λόγ. < αρχ. οὐδέποτε]
[Λεξικό Κριαρά]
- ουδέποτε, επίρρ.· 'δέποτε· ουδεποτέ· ουδέποτες· ουδεποττέ.
-
— Πβ. και μηδέποτε.
- α) Ποτέ, καμιά φορά:
- εγώ δεν βρίσκω 'δέποτε την θαραπάν (Κυπρ. ερωτ. 9718· Μετάφρ. Ακαθ. Ύμν. 13834)·
- β) ποτέ δεν, καμιά φορά δεν:
- (Διγ. Gr 3003), (Αιτωλ., Μύθ. 818)·
- (με γεν. προσωπ. αντων.):
- ουδέποτε μου 'πνάζω (Κυπρ. ερωτ. 10317· Ερωτόκρ. Β́ 881)·
- γ) κι ούτε ποτέ, και ποτέ:
- έχουν την ίδια γνώμη, …, ουδέποτε των αλλωνών τες γνώμες επιστεύσαν (Λίμπον. Επίλ. 46).
[αρχ. επίρρ. ουδέποτε. Η λ. και σήμ.]
- α) Ποτέ, καμιά φορά:
[Λεξικό Κριαρά]
- ουδεποτελώς, επίρρ.
-
- Ποτέ, καμιά φορά:
- απεδημήσας ουδεποτελώς … απέστειλε ή δαπάνην ή γράμμα ή την οιανδήποτε βοήθειαν (Μαλαξός, Νομοκ. 530).
[<επίρρ. ουδέποτε αναλογ. με επίρρ. σε ‑τελώς]
- Ποτέ, καμιά φορά: