Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οσφύς
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οσφύς η [osfís] Ο γεν. οσφύος, αιτ. οσφύ, πληθ. οσφύες, γεν. οσφύων : (λόγ.) η μέση του ανθρώπου. (έκφρ.) κάποιος έχει εύκαμπτη* οσφύ.

[λόγ. < αρχ. ὀσφύς]

[Λεξικό Κριαρά]
οσφύς η· γεν. όσφυος.
  • Το μέρος του σώματος ανάμεσα στη βάση του θώρακα και στα λαγόνια, η μέση:
    • (Διγ. Z 3643
    • εκφρ. οι εκ της οσφύος (τινός), τέκνα οσφύος (τινός) = τα παιδιά, οι απόγονοι κάπ.:
      • (Δούκ. 21734), (Αχιλλ. (Smith) Ν 355).

[αρχ. ουσ. οσφύς. Η λ. και σήμ. ιατρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες