Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οσφραίνομαι [osfrénome] Ρ7.2β (χωρίς μππ.) : 1. (λόγ.) μυρίζω κτ., αντιλαμβάνομαι ή προσπαθώ να αντιληφθώ την οσμή του· οσμίζομαι. 2. (μτφ., προφ.) αντιλαμβάνομαι ή υποπτεύομαι κτ.· μυρίζομαι3β: Οσφραίνεται στην ατμόσφαιρα κάτι το ύποπτο.
[λόγ. < αρχ. ὀσφραίνομαι]
[Λεξικό Κριαρά]
- οσφραίνομαι· γ́ εν. ενεστ. οσφράται.
-
- Μυρίζω κ.:
- ο μύρμηξ … οσφράται τον στέλεχον του στάχυος (Φυσιολ. (Sbord.) 492· Σταφ., Ιατροσ. 262).
[αρχ. οσφραίνομαι. Ο τ. του γ́ εν. ενεστ. ήδη μτγν. Η λ. και σήμ.]
- Μυρίζω κ.: