Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οστρύα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
οστρύα η.
  • Είδος δέντρου του δάσους της οικογένειας των κυπελλοφόρων με σκληρό ξύλο (Γεννάδιος 697):
    • οξύα … και οστρύα (Θησ. ΙΆ [226)]

[μτγν. ουσ. οστρύα. Διάφ. τ. της λ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. σε έγγρ. του 13.-14. αι.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες