Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οστεοσάρκωμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οστεοσάρκωμα το [osteosárkoma] Ο49 : (ιατρ.) σάρκωμα που δημιουργείται επάνω σε οστό.

[λόγ. < διεθ. osteo- = οστεο- + sarcome = σάρκωμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες