Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οστεομαλάκυνση η [osteomalákinsi] Ο33 : (ιατρ.) μαλάκυνση των οστών.
[λόγ. οστεο(μαλακία) με υποκατάσταση της λ. μαλάκυνση για αποφυγή της λ. μαλακία < γαλλ. ostéomalacie < ostéo- = οστεο- + malacie < αρχ. μαλακία `μαλάκωμα΄]