Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οστεολογία η [osteolojía] Ο25 : (ιατρ.) κλάδος της ανατομικής που ασχολείται με τα οστά, με το σκελετό.
[λόγ. < ελνστ. ὀστεολογία, αρχ. σημ.: `αφαίρεση οστών΄]