Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οσμή η [ozmí] Ο29 : ό,τι εκπέμπεται από διάφορα υλικά σώματα, ερεθίζει το αισθητήριο της όσφρησης και δημιουργεί έτσι το αντίστοιχο αίσθημα· μυρωδιά: Ευχάριστη / δυσάρεστη ~. Bαριά / αποπνικτική ~. Iδιάζουσα ~. Yλικό σώμα χωρίς ~, άοσμο. ΦΡ το χρήμα* δεν έχει ~.
[λόγ. < αρχ. ὀσμή]
[Λεξικό Κριαρά]
- οσμή η.
-
- Οσμή, μυρωδιά (ευχάριστη ή δυσάρεστη):
- (Διγ. Gr. 1798), (Σπανός A 272).
[αρχ. ουσ. οσμή. Η λ. και σήμ.]
- Οσμή, μυρωδιά (ευχάριστη ή δυσάρεστη):