Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- οσιομάρτυς ο, η.
-
- Ασκητής που μαρτύρησε για τη χριστιανική πίστη:
- όμως ελυπείτο (ενν. ο ασκητής Σάββας) …, πως δεν τον ηξίωσεν ο Θεός να συναποθάνει … με τους λοιπούς εκείνους οσιομάρτυρας (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 81· Παϊσ. Ιστ. Σινά 303).
[<επίθ. όσιος + ουσ. μάρτυς. Η λ. τον 9. αι. και σήμ. (‑ρας)]
- Ασκητής που μαρτύρησε για τη χριστιανική πίστη: