Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ορχήστρα η [orxístra] Ο25 : 1. ομάδα μουσικών που εκτελούν από κοινού έργα πολυφωνικής μουσικής: Mέλη / διευθυντής της ορχήστρας. Mια ~ με έγχορδα, πνευστά και κρουστά όργανα. Mουσικό κομμάτι για σόλο πιάνο και ~. || (ειδικότ. σε σχέση με το είδος της μουσικής που αυτή η ομάδα εκτελεί): Λαϊκή / συμφωνική ~. Φιλαρμονική ~. ~ ελαφράς / κλασικής μουσικής. ~ για τζαζ. 2. ο χώρος του αρχαίου θεάτρου που βρίσκεται ανάμεσα στο κοίλο και στο προσκήνιο και χρησιμοποιόταν για την παρουσίαση του χορού: Στο κέντρο της ορχήστρας βρισκόταν η θυμέλη. Οι ανασκαφές αποκάλυψαν την ~ και το κοίλο ενός θεάτρου.
[λόγ.: 2: αρχ. ὀρχήστρα· 1: γαλλ. orchestre (στη νέα σημ.) < αρχ. ὀρχήστρα]