Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ορυχείο το [ori
ío] Ο39 : α. τόπος εφοδιασμένος με μηχανήματα και εγκαταστάσεις, από τον οποίο γίνεται εξόρυξη ενός ή περισσότερων ορυκτών για την εκμετάλλευσή τους: ~ αλατιού / γύψου / χαλκού. ~ χρυσού, χρυσωρυχείο· (πρβ. ανθρακωρυχείο, αδαμαντωρυχείο, μεταλλωρυχείο). Εργάτης / μηχανήματα / στοά ορυχείου. β. κοίτασμα ενός ορυκτού: Εντοπίστηκε κοίτασμα αργύρου. [λόγ. ορυχείον με βάση το β' συνθ. των ελνστ. χρυσωρυχεῖον, χαλκωρυχεῖον]