Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ορυκτολογία η [oriktolojía] Ο25 : η επιστήμη που ασχολείται με τη μελέ τη των ορυκτών: Γενική / ειδική ~. Mάθημα / εγχειρίδιο ορυκτολογίας.
[λόγ. < γαλλ. oryctologie < orycto- = ορυκτ(όν) -ο- + -logie = -λογία]