Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορτύκι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ορτύκι το [ortíki] Ο44 : αποδημητικό πτηνό που συγγενεύει με την πέρδικα και έχει νόστιμο κρέας: Φάγαμε ορτύκια στιφάδο.

[μσν. ορτύκι < αρχ. *ὀρτύκιον (πρβ. αρχ. ὀρτύγιον) υποκορ. του ὄρτυξ, ελνστ. γεν. ὄρτυκος]

[Λεξικό Κριαρά]
ορτύκιον το· ορτύκι· ορτύκιν.
  • Το πουλί ορτύκι:
    • (Πουλολ. 483
    • βρέχει των (ενν. των Ισραηλιτών) ο Κύριος ορτύκια και το μάννα (Χούμνου, Κοσμογ. 2551
    • (περιληπτ.) πλήθος, σμήνος ορτυκιών:
      • (Πεντ. Αρ. XI 32
      • ήτον το πουρνό και ανέβην το ορτύκι και εσκέπασεν το φουσσάτο (Πεντ. Έξ. XVI 13).

[<αρχ. ουσ. ορτύγιον ή <γεν. όρτυκος του ουσ. όρτυξ. Τ. αρτύκι(ν) σήμ. ιδιωμ. Ο τ ‑ι στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. ‑ιν ποντ., όπως και τ. ορτέκιν και ορτέκ’.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες