Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ορτανσία η [ortansía] Ο25 : θαμνοειδές φυτό με λείους κυλινδρικούς βλαστούς, πλατιά, ωοειδή και πριονωτά φύλλα και ταξιανθία σε κορύμβους, το οποίο καλλιεργείται ως καλλωπιστικό: Γλάστρα με ορτανσίες. || το άνθος της ορτανσίας: Mια άσπρη / ροζ ~.
[λόγ. < γαλλ. hortensia < νλατ. hortensia < Hortens(e) -ia = -ία (προς τιμή της μαθηματικού Hortense Lepaute)]