Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ορριάριος ο.
-
- Αποθηκάριος αποθήκης σιτηρών σε μοναστήρι:
- εκείνος ένι ορριάριος και συ 'σαι σκυβαλοφύλαξ (Προδρ. IV 68 (έκδ. ορρειάριος)).
[<λατ. horrearius. Τ. ορεάρης και οριάρης σε επιγρ. Τ. οριάρης και ουριάρης και σήμ. ιδιωμ. Θηλ. οριαρία το 12. αι. Η λ. τον 6. αι.]
- Αποθηκάριος αποθήκης σιτηρών σε μοναστήρι: