Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οροφή η [orofí] Ο29 : 1α. η άνω οριζόντια επιφάνεια που καλύπτει εσωτερικά ένα δωμάτιο ή γενικά τους χώρους ενός κτιρίου· ταβάνι: ~ διακοσμημένη με γύψινες κατασκευές. || στέγη: Kινητή ~. β. για την άνω επιφάνεια άλλων χώρων: H ~ του βαγονιού / του λεωφορείου. Σταλακτίτες κρέμονται από την ~ της σπηλιάς. 2. (μτφ.) για ανώτατη βαθμίδα ή ανώτατο όριο: H ~ της δημοσιοϋπαλληλικής ιεραρχίας. Kαθιέρωση οροφής στις αυξήσεις των τιμών / των αποδοχών· (πρβ. πλαφόν). || (αεροναυτ.) για το ανώτατο ύψος στο οποίο μπορεί να πετάξει κάποιος τύπος αεροπλάνου.
[λόγ.: 1: αρχ. ὀροφή `στέγη, ταβάνι΄· 2: σημδ. γαλλ. plafond & αγγλ. ceiling]
[Λεξικό Κριαρά]
- οροφή η.
-
- Στέγη· (νομ.) προστασία:
- 'Οσα χαριστούσι και δοθώσιν από βασιλέαν … εις παιδία, δεν τα παίρνει ο πατήρ, … αλλά τελείως οι παίδες έχουσιν αυτά και κυριεύωσιν … Και το τοιούτον ο νόμος το κράζει οροφήν υψηλήν, ήγουν στέγην και σκέπην μεγάλην (Zygomalas, Synopsis 152 Β 54).
[αρχ. ουσ. οροφή. Η λ. και σήμ.]
- Στέγη· (νομ.) προστασία: