Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οροσειρά η [orosirá] Ο24 : (γεωγρ.) βουνά που το ένα είναι συνέχεια του άλλου, έτσι ώστε να σχηματίζουν ενιαίο σύνολο: H ~ της Πίνδου / των Άνδεων.
[λόγ. ορο- 3 + σειρά μτφρδ. αγγλ. mountain range]