Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορνιθόρυγχος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ορνιθόρυγχος ο [orniθóriŋxos] Ο19 : αμφίβιο και ωοτόκο θηλαστικό με πλατιά ουρά και στόμα διαμορφωμένο σε ράμφος: Ο ~ της Aυστραλίας.

[λόγ. < νλατ. ornithorhyncus (ή μέσω του γαλλ. ornithorynque) < αρχ. ὀρνιθο- (ὄρνις) `πουλί΄ (δες στο όρνιθα) + αρχ. ῥύγχος `ράμφος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες