Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ορνιθοτροφείο το [orniθotrofío] Ο39 : χώρος εφοδιασμένος με εγκαταστάσεις ειδικές για την εκτροφή πουλερικών· πτηνοτροφείο: Kοτόπουλο / αυγά από ~.
[λόγ. < ελνστ. ὀρνιθοτροφεῖον]