Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορμόνη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ορμόνη η [ormóni] Ο30 : (βιολ.) καθεμιά από τις οργανικές ουσίες που παράγονται από τα ζώα και τα φυτά σε κάποιο τμήμα του οργανισμού τους αλλά επενεργούν σε κάποιο άλλο τμήμα που μπορεί να απέχει από τον τόπο παραγωγής τους: Zωικές ορμόνες, που παράγονται κυρίως από τους ενδοκρινείς αδένες και προκαλούν ή ρυθμίζουν συγκεκριμένες λειτουργίες του σώματος του ανθρώπου και των ζώων. Aντρικές / γυναικείες ορμόνες. Φυτικές ορμόνες, που παράγονται από τους φυτικούς οργανισμούς και δρουν με τρόπο ανάλογο προς τις ζωικές ορμόνες. Συνθετικές ορμόνες, με λειτουργία αντίστοιχη με αυτή των φυσιολογικών ορμονών.

[λόγ. < αγγλ. horm(one) -όνη < αρχ. ὁρμῶν μεε. του ρ. ὁρμῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες