Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορμονοθεραπεία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ορμονοθεραπεία η [ormonoθerapía] Ο25 : (ιατρ.) χρήση ορμονών για θεραπευτικούς λόγους· ορμονική θεραπεία.

[λόγ. < γαλλ. hormonothérapie < hormon(e) = ορμόν(η) -ο- + -thérapie = -θεραπεία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες