Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ορμητικός, επίθ.
-
- 1) Πολεμικός, βίαιος:
- Το γένος των Ισμαηλιτών … μηχανάς πολεμικάς καθημερνόν ξετρέχει … ορμητικόν, θάνατον ου φοβείται (Ριμ. Βελ. ρ 991).
- 2) Ανδρείος, γενναίος:
- άνθρωπον …, ορμητικόν εις μάχην (Χρον. Τόκκων 2080· Δούκ. 21722).
- 3) Τολμηρός· παράτολμος:
- ο άνθρωπος ουδέν πρέπει να είναι πολλά ορμητικός και θρασύς, ουδέ πάλιν άτολμος και δειλός (Σοφιαν., Παιδαγ. 108).
- Το ουδ. ως ουσ. =
- 1) Βιαιότητα, επιθετικότητα:
- το θρασύ και άγριον και ορμητικόν αυτού (Δούκ. 29333).
- 2) Ανδρεία, γενναιότητα:
- δοξάζω σου το ορμητικόν, τρισμάκαρ ρήγα (Αργυρ., Βάρν. K 55).
- 1) Βιαιότητα, επιθετικότητα:
[αρχ. επιθ. ορμητικός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Πολεμικός, βίαιος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ορμητικός -ή -ό [ormitikós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από ορμή. 1. που είναι πολύ γρήγορος, βίαιος ή αιφνιδιαστικός: ~ άνεμος / χείμαρρος. Ο στρατός μας με ορμητική επίθεση διέσπασε το εχθρικό μέτωπο. 2. που χαρακτηρίζεται από έντονη ενεργητικότητα: Άνθρωπος με περήφανο και ορμητικό χαρακτήρα.
ορμητικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ὁρμητικός]