Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορμητήριο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ορμητήριο το [ormitírio] Ο40 : θέση, συνήθ. ασφαλής, από την οποία ξεκινά μια στρατιωτική επίθεση ή άλλη επιδρομή: Ο ελληνικός στόλος χρησιμοποιώντας ως ~ το λιμάνι του Mούδρου απέκλεισε τα Δαρδανέλια. Tο νησί Tζια, γνωστό ~ πειρατών. || κάθε τόπος ή χώρος που χρησιμοποιείται ως βάση, ως αφετηρία για κάποια ενέργεια, δραστηριότητα κτλ.: Mαζευόμασταν όλοι στο σπίτι του Γιώργου και από εκεί ξεκινούσαμε· ήταν το ορμητήριό μας.

[λόγ. < αρχ. ὁρμητήριον]

[Λεξικό Κριαρά]
ορμητήριον το.
  • Τόπος ασφαλής που χρησιμοποιείται και ως βάση σε πολεμικές επιχειρήσεις (εδώ για πλοία):
    • Εχώρισεν (ενν. ο βασιλεύς) ουν μέρος της πόλεως … έως του αιγιαλού … κατασκευάσας και ορμητήριον, έχων αυτό προς καταφυγήν εν καιρῴ (Δούκ. 7531).

[αρχ. ουσ. ορμητήριον. Η λ. και σήμ. (-ιο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες