Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ορμηνεύω [orminévo] -ομαι Ρ5.2 : (λαϊκότρ.) συμβουλεύω: Tον ορμήνεψαν πώς να φερθεί, τον καθοδήγησαν. Kάθε μέρα τον ~ μα μυαλό δε βάζει, τον νουθετώ. Έκανα ό,τι μ΄ ορμήνεψες, ό,τι μου συνέστησες.
[μσν. ορμηνεύω (στη νέα σημ.) < αρχ. ἑρμηνεύω `εξηγώ΄ με “κράση” [u-e > o] από τη φρ. σου ερμηνεύω]