Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ορμίζω (I).
-
- (Προκ. για πλοίο) αγκυροβολώ, προσορμίζομαι:
- (Χρον. Μoρ. P 1396).
[αρχ. ορμίζω. Τ. ορμίω σήμ. ποντ. Η λ. και σήμ.]
- (Προκ. για πλοίο) αγκυροβολώ, προσορμίζομαι:
[Λεξικό Κριαρά]
- ορμίζω (IΙ)· ερμίζω.
-
- 1)
- α) Κινούμαι ορμητικά προς κάπ. κατεύθυνση, ορμώ, «ξεχύνομαι», «χυμώ»:
- Δειλιάσας Διομήδης εκ της αστραπής εκείνης εις τας νήας γαρ ορμίζει (Ερμον. Μ 301· Κορων., Μπούας 96)·
- άρχισαν να πολεμούν, στην μάχην να ορμίζουν (Παλαμήδ., Βοηβ. 39)·
- β) εφορμώ, επιτίθεμαι:
- ουκ έστι χρεία, ή να ’ρθετε σείς να μ’ εύρετε, διά να πολεμίζω, ότι έναι μοι συνήθεια σ’ εσάς πρώτα ν’ ορμίζω (Κορων., Μπούας 63)·
- γ) (μεταφ.) πολεμώ:
- τόσα μη με περιφρονάς, ψυχή μου, μηδέ ορμίζεις (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 190).
- α) Κινούμαι ορμητικά προς κάπ. κατεύθυνση, ορμώ, «ξεχύνομαι», «χυμώ»:
- 2)
- α) Ξεκινώ, αρχίζω:
- έρχεται (ενν. ο άνθρωπος) εις όρεξιν και ορμίζει μια επιθυμία της καρδίας και επιθυμεί να … (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 30)·
- β) προέρχομαι:
- όποιος θέλει … ας ιδεί εκείνο οπού θέλει να ποιήσει εάν ορμίζει από την χάριν της αγάπης ή όχι (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 31).
- α) Ξεκινώ, αρχίζω:
- 3) (Με αντικ. βουλητική πρόταση) τείνω, ρέπω, κλίνω (να κάνω κ.):
- Ο δούκας όρμιζεν πολλά ότι να πολεμήσει (Χρον. Τόκκων 1637).
- 4) Συναναστρέφομαι, συγχρωτίζομαι:
- Αν γουν ορμίσει (ενν. η γυναίκα) με καλές, καμπόσον κατορθούται (Σπαν. O 235).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = γεμάτος ορμή, ορμητικός:
- Κατόπι της (ενν. της περιστέρας) και ο ατός … έδραμεν και για λόγου της ήτονε ορμισμένος (Διγ. O 732· 2860).
[<αόρ. του ορμώ. Η λ. στο Βλάχ.]
- 1)