Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορμίδι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ορμίδι το [ormíδi] & αρμίδι το [armíδi] Ο44 : (λαϊκότρ.) η ορμιά· αρμίθι.

[μσν. ορμίδι < ελνστ. *ὁρμίδιον υποκορ. του αρχ. ὁρμιά· τροπή [o > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-or > enar > en-ar] ]

[Λεξικό Κριαρά]
ορμίδι το.
  • Λεπτό αλιευτικό σκοινί:
    • κρέμασε αυτό το πανί εις το ορμίδι σιμά εις το αγκίστρι (Αγαπ., Γεωπον. 246).

[<ορμίδιον (TLG) <αρχ. ουσ. ορμιά + κατάλ. ‑ίδι(ον). Τ. αρ‑ σήμ. λαϊκ. (ΛΚΝ). Η λ. στο Du Cange και σήμ. λαϊκ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες