Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορμή
12 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ορμή η [ormí] Ο29 : 1α. πολύ γρήγορη ή βίαιη κίνηση: H ~ του ανέμου / του ποταμού. Tο αυτοκίνητο διαλύθηκε πέφτοντας με ~ επάνω σε ένα δέντρο. β. (φυσ.) ανυσματικό μέγεθος που ισούται με το γινόμενο της μάζας κάθε κινούμενου σώματος επί την ταχύτητά του: ~ και κρούση. Mέτρηση της ορμής. 2. ένταση, βιαιότητα: Ο εχθρός υποχώρησε μπροστά στην ~ του στρατού μας. H ~ των κυμάτων / της βροχής / της φωτιάς. 3α. η ενεργητικότητα, η ζωτικότητα: Nεανική ~. H ~ που κάθε άνθρωπος έχει συγκεντρωμένη μέσα του. β. (ψυχ.) προδιάθεση του ανθρώπου για ικανοποίηση βιολογικών του αναγκών: Ορμές και τάσεις. Ενσυνείδη τες / ενστικτώδεις ορμές. Γενετήσια ~, που αναφέρεται στην ικανοποίη ση του σεξουαλικού ενστίκτου: Διαστροφές της γενετήσιας ορμής. || (οικ., πληθ.) η γενετήσια ορμή: Δεν έχει ορμές, είναι σεξουαλικά ανίκανος. γ. έντονη επιθυμία για κτ.: ~ για άγνωστες χώρες / για μεγάλα έργα.

[λόγ.: 1α, 2, 3γ: αρχ. ὁρμή· 1β: σημδ. γαλλ. impulsion· 3α, β: σημδ. γαλλ. élan & γερμ. Trieb]

[Λεξικό Κριαρά]
ορμή η.
  • 1) Ταχεία, ορμητική κίνηση προς τα εμπρός, ορμή, φόρα:
    • (Έκθ. χρον. 746), (Διγ. Z 3064).
  • 2) Φορά, κατεύθυνση (κίνησης):
    • τα πτερά της ουράς (ενν. του ιέρακος) … δέδωκεν η φύσις … την αέριον ιθύνειν ορμήν της πτήσεως … (Ιερακοσ. 3569).
  • 3)
    • α) Επίθεση, έφοδος:
      • (Διγ. Z 3079), (Ηπειρ. 22415), (Έκθ. χρον. 7330
    • β) καταδρομή, κατατρεγμός, δυσμενής δράση· βλαπτική επιρροή:
      • Ο Μπερτόλδος με … πανουργίαν γλυτώνει από την πρώτην ορμήν της βασίλισσας (Μπερτόλδος 54
      • σηκώνουνται να 'πα να το βαπτίσουν (ενν. το παιδί), των προπατόρων την ορμή μ’ αυτείνο να κινήσουν (Ριμ. Απολλων. [1108]).
  • 4)
    • α) Ορμητικότητα, σφοδρότητα:
      • μέλλουσι (ενν. οι Ούγγροι) καταπατήσαι πάσαν την Δύσιν μετά μεγάλης ορμής (Έκθ. χρον. 825· 4815
    • β) βιαιότητα, επιθετικότητα:
      • άρπαξε ραβδί να του βαρέσει, και κείνος είδε την ορμήν … εκρύβη εκ τον φόβον (Ιστ. Βλαχ. 825).
  • 5) Τρόπος δράσης:
    • νους ο ερωτικός, αφού έμπει εις αγάπην, μόνος του ευρίσκει τας ορμάς τας ποθοευασκολήτους (Λίβ. Sc. 2855
    • έκφρ. πράξη και ορμή = ορμητική, αποφασιστική δράση:
      • (Χρον. Τόκκων 1131, 2297
    • φρ. κάνω πράξιν και ορμήν = δρω ορμητικά, αποφασιστικά:
      • (Χρον. Τόκκων 58).
  • 6) Σφοδρή, έντονη επιθυμία για κ.:
    • (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 64).
  • 7) (Προκ. για το λόγο) ροή, ειρμός:
    • Αν προς μικρόν εξέβημεν του λόγου … αύθις του λόγου την ορμήν κρατήσομεν και πάλιν (Καλλίμ. 1565).
  • Έκφρ. Μετά μιας ορμής = ομόθυμα
    • (Τρωικά 5257).
    • Φρ.
    • 1) Έχω την ορμήν του νοός προς + αιτιατ. = σκέφτομαι έντονα κ.:
      • (Δούκ. 2397).
    • 2) (Την) ορμήν (άπασαν) (προσ)ποιούμαι = ορμώ, χυμώ (εναντίον κάπ.):
      • (Διγ. Z 2857), (Διγ. Gr. 2405).

[αρχ. ουσ. ορμή. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
όρμημα το· όρμημαν.
  • 1) Ορμή, φόρα:
    • όρμημα τούτου λέοντος αγρίου προδεικνύων (Βίος Αλ. 571).
  • 2) Έφοδος, επίθεση:
    • ως λυσσητήρ κύων όρμησεν (ενν. ο Ομούρ) … Η δ’ άνω πρόνοια … ορώσα το … δρακόντειον όρμημα … βέλος αφίεται … κατ’ αυτού (Δούκ. 554).
  • 3) Εξέγερση, επανάσταση:
    • Ο δε βασιλεύς δείσας το όρμημα του λαού έφυγε εν τῃ μονῄ των Στουδίου (Byz. Kleinchron. Ά 16612).
  • 4) Άλμα, πήδημα:
    • οι νέοι προσεπήδησαν ορμήματι καλλίστῳ (Βίος Αλ. 866).
  • 5) (Προκ. για ποταμό) ορμητική ροή, ρεύμα:
    • τ’ όρμημαν του ποταμού (Χούμνου, Κοσμογ. 2044).
  • 6) (Μεταφ.) παρόρμηση, παρότρυνση:
    • Βουλή … σταθηρά, όρμημα παρά φύσιν (Καλλίμ. 231).

[αρχ. ουσ. όρμημα]

[Λεξικό Κριαρά]
ορμηνεία, ορμηνειά η,
βλ. αρμηνειά.
[Λεξικό Κριαρά]
ορμηνεύ(γ)ω,
βλ. αρμηνεύω.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ορμηνεύω [orminévo] -ομαι Ρ5.2 : (λαϊκότρ.) συμβουλεύω: Tον ορμήνεψαν πώς να φερθεί, τον καθοδήγησαν. Kάθε μέρα τον ~ μα μυαλό δε βάζει, τον νουθετώ. Έκανα ό,τι μ΄ ορμήνεψες, ό,τι μου συνέστησες.

[μσν. ορμηνεύω (στη νέα σημ.) < αρχ. ἑρμηνεύω `εξηγώ΄ με “κράση” [u-e > o] από τη φρ. σου ερμηνεύω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ορμήνια η [ormína] Ο25α : (λαϊκότρ.) συμβουλή: Δίνω ~ σε κπ., τον συμβουλεύω. Παίρνω ορμήνιες από κπ.

[μσν. *ορμήνια (πρβ. μσν. ορμηνεία, ερμήνεια) < ορμην(εύω) -ια (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ορμητήριο το [ormitírio] Ο40 : θέση, συνήθ. ασφαλής, από την οποία ξεκινά μια στρατιωτική επίθεση ή άλλη επιδρομή: Ο ελληνικός στόλος χρησιμοποιώντας ως ~ το λιμάνι του Mούδρου απέκλεισε τα Δαρδανέλια. Tο νησί Tζια, γνωστό ~ πειρατών. || κάθε τόπος ή χώρος που χρησιμοποιείται ως βάση, ως αφετηρία για κάποια ενέργεια, δραστηριότητα κτλ.: Mαζευόμασταν όλοι στο σπίτι του Γιώργου και από εκεί ξεκινούσαμε· ήταν το ορμητήριό μας.

[λόγ. < αρχ. ὁρμητήριον]

[Λεξικό Κριαρά]
ορμητήριον το.
  • Τόπος ασφαλής που χρησιμοποιείται και ως βάση σε πολεμικές επιχειρήσεις (εδώ για πλοία):
    • Εχώρισεν (ενν. ο βασιλεύς) ουν μέρος της πόλεως … έως του αιγιαλού … κατασκευάσας και ορμητήριον, έχων αυτό προς καταφυγήν εν καιρῴ (Δούκ. 7531).

[αρχ. ουσ. ορμητήριον. Η λ. και σήμ. (-ιο)]

[Λεξικό Κριαρά]
ορμητικός, επίθ.
  • 1) Πολεμικός, βίαιος:
    • Το γένος των Ισμαηλιτών … μηχανάς πολεμικάς καθημερνόν ξετρέχει … ορμητικόν, θάνατον ου φοβείται (Ριμ. Βελ. ρ 991).
  • 2) Ανδρείος, γενναίος:
    • άνθρωπον …, ορμητικόν εις μάχην (Χρον. Τόκκων 2080· Δούκ. 21722).
  • 3) Τολμηρός· παράτολμος:
    • ο άνθρωπος ουδέν πρέπει να είναι πολλά ορμητικός και θρασύς, ουδέ πάλιν άτολμος και δειλός (Σοφιαν., Παιδαγ. 108).
  • Το ουδ. ως ουσ. =
    • 1) Βιαιότητα, επιθετικότητα:
      • το θρασύ και άγριον και ορμητικόν αυτού (Δούκ. 29333).
    • 2) Ανδρεία, γενναιότητα:
      • δοξάζω σου το ορμητικόν, τρισμάκαρ ρήγα (Αργυρ., Βάρν. K 55).

[αρχ. επιθ. ορμητικός. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες