Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορμάνι
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ορμάνι το.
  • Δάσος:
    • έφυγαν άλλοι εις το βουνό και άλλοι εις το ορμάνι (Συναδ., φ. 33V).

[<τουρκ. orman. Τ. ρουμάνι και σήμ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ., όπως και άλλοι τ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες