Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορκωμοσία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ορκωμοσία η [orkomosía] Ο25 : η διαδικασία με την οποία κάποιος ορκίζεται δίνοντας επίσημο όρκο: H ~ των νεοσυλλέκτων / των νέων υπουργών / των νέων πτυχιούχων.

[λόγ. < ελνστ. ὁρκωμοσία]

[Λεξικό Κριαρά]
ορκωμοσία η.
  • Όρκος, ένορκη διαβεβαίωση:
    • θαρρεί, καταπιστεύει τους διά της ορκωμοσίας (Βυζ. Ιλιάδ. 971
    • φρ. βαστάζω ορκωμοσίαν = περνώ από δοκιμασία όρκου (πβ. φρ. βαστάζω ορκωμοτικόν, βλ. ορκωμοτικός φρ.):
      • (Ασσίζ. 47613).

[μτγν. ουσ. ορκωμοσία. H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες