Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- οριστικός, επίθ.
-
- 1) Καθοριστικός, τελειωτικός:
- με μαραίνει μαραμόν οριστικόν θανάτου (Ερωτοπ. 509).
- 2) Ορισμένος, τακτός:
- αν ίσως ότι ο αγκαλών … ουδέν ήλθεν εις την ημέραν την οριστικήν, … εχάσεν το δίκαιόν του (Ασσίζ. 9012).
- 3) (Γραμμ.) προκ. για ρήμα οριστικής έγκλισης:
- οριστικά ενεργητικά (Σοφιαν., Γραμμ. 52).
[αρχ. επίθ. οριστικός. H λ. και σήμ.]
- 1) Καθοριστικός, τελειωτικός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οριστικός -ή -ό [oristikós] Ε1 : 1. που έχει καθοριστεί, έχει συντελεστεί, έχει φτάσει στο τελευταίο στάδιο και δεν αλλάζει πλέον: Mε το διαζύγιο επέρχεται η οριστική διάλυση του γάμου. Οριστικό συμβόλαιο· (πρβ. προσύμφωνο). || τελειωτικός, τελικός: Δεν ανακοινώθηκαν ακόμη τα οριστικά αποτελέσματα των εκλογών. Οριστική απόφαση / απάντηση / επιλογή / κρίση. Δεν υπάρχει ακόμα τίποτα το οριστικό. 2. (γραμμ.) που ορίζει κτ. με συγκεκριμένο τρόπο. ANT αόριστος: Οριστικό άρθρο. Οριστική αντωνυμία. Οριστική έγκλιση και ως ουσ. η οριστική*.
οριστικά & (λόγ.) οριστικώς ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: H εφημερίδα έκλεισε ~. Εγκατέλειψε ~ το σχολείο. H υπόθεση έκλεισε οριστικώς. [λόγ.: 1: αρχ. ὁριστικός `που ορίζει΄ & σημδ. γαλλ. définitif· 2: σημδ. γαλλ. défini· λόγ. οριστικ(ός) -ώς]