Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οριστική η [oristikí] Ο29 : (γραμμ.) η έγκλιση που παρουσιάζει αυτό, το οποίο δηλώνεται από το ρήμα, ως πραγματικό και βέβαιο: ~ ενεστώτα / παρατατικού / αορίστου / μέλλοντα. Σημασία των χρόνων στην ~. Aπλή / δυνητική* / ευχετική ~.
[λόγ. < ελνστ. ὁριστική]