Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορθώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ορθώνω [orθóno] -ομαι Ρ1 : 1. δίνω σε κτ. όρθια θέση ή στάση, το τοποθε τώ έτσι, ώστε να είναι όρθιο: Όρθωσε το κορμί σου και μην καμπουριάζεις. ΦΡ ~ το ανάστημά* μου. || (συνήθ. παθ.) παίρνω την όρθια στάση ή βρίσκομαι σε όρθια θέση: Tο άλογο ορθώθηκε στα πισινά του πόδια, σηκώθηκε. Ένας πλάτανος ορθώνεται στη μέση της πλατείας, υψώνεται. 2. (μτφ.) α. δημιουργώ ένα εμπόδιο: Ο περιθωριακός άνθρωπος ορθώνει ένα τείχος ανάμεσα στον ίδιο και στην κοινωνία. β. (παθ.) μπαίνω στη μέση, υπάρχω ως εμπόδιο: Εξετάσεις που ορθώνονται ως φραγμός στη μόρφωση. || προβάλλω αντίσταση, αντιστέκομαι: Ένας ολόκληρος λαός ορθώθηκε ενάντια στον κατακτητή.

[λόγ. < αρχ. ὀρθ(ῶ) -ώνω & σημδ. γαλλ. lever]

[Λεξικό Κριαρά]
ορθώνω· αρθώνω· αρτώνω· ορτώνω· μτχ. ενεστ. ορτούμενος.
  • I. Ενεργ.
    • Ά Μτβ.
      • 1)
        • α) Στήνω κάπ. ή κ. όρθιο:
          • (Θησ. Β́ [422]), (Διήγ. Αλ. G 2856
        • β) έχω κ. σε όρθια θέση:
          • (Αλεξ. 1654
        • γ) (μεταφ.) υψώνω:
          • στοχάζομαι … ορθώνοντας πάντοτε τον λογισμόν μου εις την θεωρίαν των ουρανίων και θείων πραγμάτων (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 347
        • δ) (μεταφ.) στηρίζω, δυναμώνω:
          • ω Άρη … κι εσύ … του Έρωτος η μάννα … ορθώσετε το χέρι μου και την φωνήν μ’ ομοίως, … να πω τα συνεργήματά σας (Θησ. (Foll.) I 3).
      • 2) (Προκ. για κτίσμα)
        • α) επισκευάζω, επιδιορθώνω:
          • (Βακτ. αρχιερ. (κώδ. 1373, ΕΒΕ) 27
        • β) κτίζω:
          • (Θησ. Ζ́ [1147]).
      • 3)
        • α) Ετοιμάζω:
          • ορίζει τον να ορθώσει τα φουσσάτα διά να κινήσουν το πρωί (Χρον. Μορ. H 5288
          • καλά ορθώσετε ζώα άξια … να του τα προσκομίσω (ενν. του Ερμή) (Θησ. Í [897]
        • β) ευπρεπίζω, συγυρίζω:
          • τον ναόν της (ενν. της Διάνας) έμορφα φιλοκαλήσετέ τον … ορθώσετε τες αλλαγές όλες (Θησ. Ζ́ [775]).
      • 4) (Προκ. για στρατό)
        • α) οργανώνω, συγκροτώ:
          • ο βασιλέας μεγάλον στόλον όρθωσε στην Μάλτα για να στείλει (Αχέλ. 45
        • β) παρατάσσω:
          • όρθωσεν το φουσσάτο του εις τρία τάγματα (Διήγ. Αλ. G 28427
          • όρθωσέν τους να πολεμήσουν (Διήγ. Αλ. F (Lolos) 11018, 21
        • γ) εφοδιάζω, εξοπλίζω:
          • να έχω συμπάθειαν απ’ εσάς ημέρες δεκαπέντε να ορθώσω τα φουσσάτα μου (Χρον. Μορ. P 720
          • χρειάζεται πολλά πράματα εις τον στόλον … να τον ορθώσει όλον (Αχέλ. 500).
      • 5)
        • α) Τακτοποιώ· οργανώνω:
          • (Φλώρ. 1466
          • ούτως τότε όρθωσεν το μέρος το εκείθεν· να είναι όλοι εις ορισμόν μεγάλου κοντοστάβλου (Χρον. Τόκκων 2293
        • β) διευθετώ, διακανονίζω:
          • να υπάγει εις το σπίτιν της να ορθώσει τες δουλείες της ('Ανθ. χαρ. 29717· Σαχλ., Αφήγ. 377
          • Ο πλούσιος αν ψυχομαχεί, … ταύτα τον λαλούσιν: «αυθέντη, κάμε διάταξιν, όρθωσε τα καλά σου» (Σαχλ. Β́ P 122
        • γ) διοργανώνω:
          • για να τον τιμήσουσι, … πολλά παιγνίδια όρθωσαν να γένουν και παλαίστρες (Θησ. ΙΆ [592]
          • Χαράν μεγάλην όρθωσαν να ποίσουν όταν έλθει (Θησ. Β́ [193]
        • δ) διορθώνω, τακτοποιώ, αποκαθιστώ:
          • όταν θέλουν να παντρευτούσι … πιάνουσι να γιατρευτούσι και παρθένες να φανούσι· … και την τρύπαν τους ορθώνουν (Συναξ. γυν. 667).
      • 6)
        • α) Διορίζω:
          • μαντατοφόρους όρθωσε και εις αυτόν αποστέλνει (Χρον. Μορ. H 480
          • Ο καπετάνιος όρθωσεν έντιμους εις την χώραν (Χρον. Τόκκων 1446
        • β) αναθέτω, εξουσιοδοτώ, επιφορτίζω:
          • ορθώσασιν τους δώδεκα εκείνους, … την μοιρασία να ποίσουν (Χρον. Μορ. P 1018
          • όρθωσεν κόντον τον αδελφόν του τα ξύλα να αρματώσουσιν (Χρον. Τόκκων 1475).
      • 7) Ορίζω, διατάζω:
        • ομνεί (ενν. ο αβουγαδούρος) να κάμει εμπιστευμένα … τά έχει η αυθεντιά ορθωμένα (Σαχλ., Αφήγ. 353
        • ολονεμπρός επήγαιναν … ως τ’ όρθωσεν εκείνος (Θησ. (Foll.) I 51).
      • 8)
        • α) Δείχνω:
          • πρόβοδον μ’ εδώκασιν την στράταν να με ορτώσει (Λόγ. παρηγ. Ο 723
        • β) υποδεικνύω:
          • ο Ιασούς … τους θεούς θυσιάζει, ως τον όρθωσεν η κόρη (Πόλ. Τρωάδ. 648 κριτ. υπ.
        • γ) κατευθύνω, καθοδηγώ:
          • με παρρησίαν τον στόλο εκείθεν όρθωσεν (Θησ. (Foll.) I 44
        • δ) καθοδηγώ με επιτυχία:
          • (Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ζ́ [124]
        • ε) (ειρων.) διδάσκω, διαπαιδαγωγώ:
          • μαθητήν δεν έχω, να τον ορθώσω σαν εμέ (Κρασοπ. L 63
        • στ) καθοδηγώ, συμβουλεύω, «δασκαλεύω»:
          • Ούτως τον εδιόρθωσαν τον άνθρωπον εκείνον. Κρυφά ανέβη … και εσύντυχεν μετ’ αύτον … και άρξετον να του λαλεί ως ήτον ορθωμένος (Χρον. Τόκκων 2710).
      • 9) Αποφασίζω:
        • να συναχτούν οι πάντες … να ηκούσουν την απόκρισιν, τά είπαν και ορθώσαν (Χρον. Μορ. P 971).
      • 10) Δέχομαι, συναινώ, στέργω:
        • (Χρον. Μορ. Ρ 721).
      • 11)
        • α) Ρυθμίζω, κανονίζω, φροντίζω:
          • όρθωσε … να έχει το μοναστήρι ψάλτες καλούς (Χρον. Μορ. P 2745
        • β) σχεδιάζω, οργανώνω:
          • την Πλάτζια-Φλώρα βούλομαι να ορθώσω να συντύχεις (Φλώρ. 1563· Χρον. Τόκκων 2743
        • γ) (με σύστ. αντικ.) καταστρώνω σχέδιο:
          • (Χρον. Τόκκων 2671
          • μετά δόλου ορθώσασιν όρθωμαν το τοιούτον (Φλώρ. 251).
      • 12) Φροντίζω, περιποιούμαι, διατηρώ σε καλή κατάσταση:
        • θρέψετε τα άλογά σας καλά και τα άρματά σας ορθώσετε καλά (Διήγ. Αλ. E (Lolos) 20722).
      • 13) Αποδίδω τιμές:
        • με παιγνίδια θλιβερά όλους γαρ τους ορθώνουν τους ρόγους (ενν. των νεκρών) (Θησ. Ί [52]).
      • 14) Μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ:
        • με τέχνες τόσες το άλετρον ορθώνουν το (Θησ. Προλ. 136).
      • 15) Κατορθώνω, επιτυγχάνω:
        • Εσείς δε να προσέξετε μη … και χάσομεν τά ελπίζομεν να έχομεν ορθώσει (Χρον. Μορ. H 8304).
      • 16) Πραγματοποιώ, εκτελώ:
        • την πεθυμιά μου όρθωσε και τέλειωσε ως θέλω (Θησ. Ί [503]
        • εάν σε φανεί καλόν, ούτως να το ορθώσω (Χρον. Μορ. P 6961).
      • 17) Προσπαθώ· (σε σχήμα αδύνατου):
        • την θάλασσαν … ορθώνω να γλυκάνει και λύκον λέγω πρόβατα ποτέ να μη δαγκάνει (Σαχλ. Ά PM 18).
      • 18) Πείθω:
        • εύκολα όρθωσεν (ενν. ο δεσπότης) τότε τους Αλβανίτας (Χρον. Τόκκων 3076).
      • 19) Τεκμηριώνω, υποστηρίζω με παραδείγματα:
        • αποδείχνω την χάριν και ορθώνω την με τες γραφές των φρονίμων και με την θείαν Γραφήν (Άνθ. χαρ. 28910).
      • 20) Ταξινομώ, αριθμώ:
        • μοιράζω τούτο το βιβλίον εις κεφάλαια ορθωμένα διά πλέον σύντομον (Άνθ. χαρ. 28913).
      • 21) Τιμωρώ:
        • αν μοιχεύσει (ενν. η γυνή) μίαν φοράν, πικρά σου την ορθώνει (ενν. ο νόμος) (Συναξ. γυν. 104).
      • 22) Εμπεδώνω, εδραιώνω, σταθεροποιώ:
        • (Χίκα, Μονωδ. 3692).
      • 23) Επιτρέπω:
        • βιαζόμενον το σώμα (ενν. του νεκρού) … γυρίζεται ως ορθώσει αυτό η φύσις και το κοίλωμα του τάφου (Μάρκ., Βουλκ. 34513).
      • 24) Ζωγραφίζω:
        • Είχεν (ενν. το παλάτι) και τες ώρες ορθωμένες, πάσα ώρα καθώς τρέχει του καθενού μηνός (Διήγ. Αλ. G 28827).
    • Β́ Αμτβ.
      • 1) Ετοιμάζομαι:
        • όσον εφουσσάτεψαν, ορθώσαν και υπαγαίναν (Χρον. Μορ. H 2022
        • (με επόμ. εμπρόθ. προσδ.):
          • Ο Αμίμαντος … είδεν το φουσσάτον του Αλεξάνδρου και όρθωσε εις τον πόλεμον (Διήγ. Αλ. E (Lolos) 2451).
      • 2) Ορίζω, διατάζω:
        • όρθωσεν (ενν. ο πρίγκηπας) κι εστράφησαν εκείσε (Χρον. Μορ. H 6413).
      • 3) Κατευθύνομαι:
        • έριξεν τα καράβια όλα εις την θάλασσαν. Και αρχίνισεν άνεμος μέγας και όρθωσαν προς την Ανατολήν (Διήγ. Αλ. E (Lolos) 19321).
      • 4) Αποφασίζω:
        • Όρθωσεν, οικονόμησεν έναν του καπετάνον (Χρον. Τόκκων 1059).
      • 5) Φροντίζω, κανονίζω:
        • όρθωσεν και εσύναξεν φουσσάτο όσον είχεν (Χρον. Τόκκων 1050).
      • 6) Μπορώ, καταφέρνω:
        • εδάγκαναν (ενν. τα ζώα) … ως έφτασαν και όποθεν ορθώσαν (Διήγ. παιδ. 999 κριτ. υπ).
      • 7) Εμφανίζομαι στον ορίζοντα:
        • απού μακρά άρτωσεν έναν καράβιν (Μαχ. 58814).
  • II. Μέσ.
    • 1) Σηκώνομαι:
      • (Πόλ. Τρωάδ. 490), (Χρον. Μορ. P 3852).
    • 2) Ετοιμάζομαι:
      • πριν τύχει το ενάντιον … εμείς ας ορθωθούμεν (Αχέλ. 1237
      • (με επόμ. εμπρόθ. προσδ.):
        • Ο Μίμαντος ηπήρεν το φουσσάτο του και … ορθώθην εις τον πόλεμον (Διήγ. Αλ. G 26911).
    • 3) Παρατάσσομαι:
      • όρισεν και ορθώθη το φουσσάτον … με τιμήν μεγάλην (Διήγ. Αλ. E (Lolos) 18316).
    • 4) Καταστρώνω σχέδιο:
      • Ο 'πιτραπέζης δολερήν συκοφαντίαν μ’ εποίκεν, ορθώθηκεν, βουλεύτηκεν μετά του βασιλέως (Φλώρ. 560).
    • 5) Συμβαίνω, λαμβάνω χώρα, πραγματοποιούμαι:
      • Όταν εξήλθεν ο χειμών, … ορθώθηκεν η υπόθεσις Ελλήνων προς την Τρωάδα (Πόλ. Τρωάδ. 806).
  • Φρ.
  • 1) Ορθώνω τες βίγλες, βλ. βίγλα 3γ.
  • 2) Ορθώνω (την) κατούναν = «σηκώνω», διαλύω το στρατόπεδο (με σκοπό να μετακινηθώ κάπου αλλού):
    • (Χρον. Μορ. H 5146).
  • 3) Ορθώνω τον νουν, βλ. νους Φρ. 50.
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
    • 1) Έτοιμος:
      • τα πλευτικά ηυρήκασιν, τά ήσαν ορθωμένα (Χρον. Μορ. H 6389
      • έφθασεν η Αιμίλια και ηύρεν ορθωμένα απ’ ό,τι χρείαν έκαμνε (Θησ. Ζ́ [783]).
    • 2) Έκφρ. αρθωμένος σε ρίμα = ομοιοκατάληκτος:
      • (Αχέλ. Πρόλ. 36).
  • [αρχ. ορθόω. Οι τ. αρτ‑ και ορτ‑ και σήμ. ιδιωμ., όπου και άλλοι τ. H λ. και σήμ.]

    < Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
    Μετάβαση στη σελίδα:Βρες