Παράλληλη αναζήτηση
11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ορθός, επίθ.· ορτός.
-
- 1)
- α) Σε όρθια θέση, κάθετος, κατακόρυφος:
- (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 282r), (Ορνεοσ. αγρ. 5507)·
- έκαμεν τα σανίδια για το μίσκαν ξύλα εδρινά ορτά (Πεντ. Έξ. XXXVI 20)·
- (εδώ προκ. για την τεχνική της ορθομαρμάρωσης):
- εναι κτισμένος (ενν. ο Άγιος Τάφος του Χριστού) μετά μαρμάρων ορθών (Προσκυν. Λαύρ. 874 958)·
- β) (προκ. για άνθρωπο) που στέκεται στα πόδια του, όρθιος:
- (Ιστ. πατρ. 17317), (Κορών., Μπούας 77)·
- (εδώ σε μεταφ.):
- ημέρα και νύχτα έστεκεν ορθός απάνω εις την υψηλήν σκοπιάν της εκκλησίας του Χριστού (Χίκα, Μονωδ. 3673‑74)·
- γ) (προκ. για ανάστημα) στητός:
- Εβασίλευσεν … (ενν. ο Αλέξιος) … έχων το ήθος χάριεν και την ηλικίαν ορθήν (Παράφρ. Χων. (v. Dieten) III 61).
- α) Σε όρθια θέση, κάθετος, κατακόρυφος:
- 2) Ίσιος, ευθύγραμμος:
- (Σοφιαν., Παιδαγ. 100), (Ιερακοσ. 3519, 49923).
- 3) (Προκ. για κούπα) ψηλός:
- κούπαν ορθήν ολόχρυσην (Φλώρ. 985).
- 4) Μεταφ.
- α) αληθινός, γνήσιος:
- (Λίβ. Esc. 3766)·
- θαύμα παράδοξον, έργον ορθής αγάπης (Διγ. Gr. 927)·
- β) ειλικρινής:
- εξομολόγησιν ορθήν ποίησον (Συναξ. γαδ. 105)·
- γ) σταθερός, ακλόνητος:
- προς τον βασιλέα πίστιν ορθήν έχοντα (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 342· Φαλιέρ., Ιστ. 347)·
- δ) πιστός:
- φίλε καλέ … ορθέ εις τούς αγαπήσεις (Λίβ. Sc. 3041)·
- ε) συνεπής στην αποστολή του:
- Τάχα πού ορθός ει (ενν. ιερέα) επί πάσαν σου τάξιν, ό υπεσχέθης …; (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. IV 115)·
- στ) σωστός, συνετός:
- (Αλφ. (Μπουμπ.) I 78)·
- άνθρωπος ορθός και δίκαιος εις την κρίσιν του (Διηγ. Αλ. V 20817)·
- ζ) έντιμος, ενάρετος:
- (Μαχ. 53429)·
- τον εύτακτον και ορθόν βίον, με τον οποίον κυβερνώνται οι καλοί … άνθρωποι (Σοφιαν., Παιδαγ. 103)·
- η) πρόθυμος:
- την βλέπει (ενν. την εδικήν του) φρόνιμη και ορθή στην όρεξίν του (Φαλιέρ. Ιστ. 600).
- α) αληθινός, γνήσιος:
- 5) Ορθόδοξος:
- Έξω να εβγήκε κανείς από τον νου του, … όποιος ειπεί … ότι ο Θεός αφήνει την ορθήν εκκλησίαν να ερημάσει … (Ροδινός 150).
- Το αρσ. ως ουσ. = παραστάδα πόρτας:
- να πάρουν από το αίμα του προβάτου και να το βάλουν εις τους δύο ορθούς … της πόρτας (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 165v).
- Το ουδ. σε επιρρ. χρ. = κάθετα:
- σχίσον ορθόν ηρέμα το πτερόν (ενν. του ιέρακος) (Ιερακοσ. 47525).
[αρχ. επίθ. ορθός. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- 1)
- ορθός -ή -ό [orθós] Ε1 : 1α. (ιδ. για πρόσ.) που βρίσκεται σε όρθια στάση· όρθιος. ANT καθιστός, ξαπλωμένος: Είναι / στέκεται ~. β. που βρίσκεται σε κατακόρυφη θέση. || (μαθημ.) Ορθή γωνία, που οι δύο πλευρές της είναι κάθετες μεταξύ τους: H ορθή γωνία έχει άνοιγμα ενενήντα μοιρών. || (γραμμ.) Ορθές πτώσεις, η ονομαστική και η κλητική. ANT πλάγιες. 2. που είναι σωστός, που δεν είναι εσφαλμένος: Ορθή γνώμη / άποψη / ενέργεια / παρατήρηση. ~ συλλογισμός / τρόπος. H ορθή γραφή μιας λέξης· (πρβ. ορθογραφία). Ορθή θρησκεία / πίστη, αληθινή. Ορθή απαίτηση, λογική. Ορθή κρίση / απόφαση / ποινή / τιμωρία. Ο ~ λόγος*. || Πολιτικά ~, που καταβάλλει προσπάθεια να απαλείψει κοινωνικές προκαταλήψεις και μειωτικούς χαρακτηρισμούς για άτομα ή για κοινωνικές ομάδες: Δεν είναι πολιτικά ορθό να αποκαλούνται ανώμαλα τα παιδιά με κάποιου είδους νοητική στέρηση. || (ως ουσ.) το ορθό, το σωστό ή το δίκαιο.
ορθά & ορθώς ΕΠIΡΡ: Mία ~ σχεδιασμένη επιχείρηση. ΦΡ ~ κοφτά, ευθέως, χωρίς περιστροφές: Mιλάω / λέω κτ. ~ κοφτά. [λόγ. < αρχ. ὀρθός, ὀρθῶς]
- ορθοσκόπηση η [orθoskópisi] Ο33 : (ιατρ.) ιατρική εξέταση του ορθού εντέρου.
[λόγ. ορθο- 2 + -σκόπη(σις) -ση (διαφ. το ελνστ. ρ. ὀρθοσκοπῶ `βλέπω ίσια΄)]
- ορθοσκοπικός -ή -ό [orθoskopikós] Ε1 : 1. για οπτικό όργανο που είναι κατασκευασμένο έτσι ώστε το σχηματιζόμενο είδωλο να μην παραμορφώνει το περίγραμμα και τις αναλογίες του αντικειμένου: ~ φακός. 2. που γίνεται με ορθοσκοπικό όργανο: Ορθοσκοπική εξέταση.
[λόγ. < διεθ. ortho- = ορθο- 1 + -scopic < αρχ. σκοπ(ῶ) `παρατηρώ΄ -ic = -ικός]
- ορθοσκόπιο το [orθoskópio] Ο40 : (ιατρ.) όργανο με το οποίο γίνεται η ορθοσκόπηση.
[λόγ. < διεθ. ortho- = ορθο- 2 + -scope = -σκόπιον]
- ορθοστασία η [orθostasía] Ο25 : η στάση εκείνου που στέκεται όρθιος, συνήθ. για πολλή ώρα: Kουράστηκα / πονάει η μέση μου από την ~.
[λόγ. ορθο- 1 + στάσ(ις) -ία ίσως μτφρδ. γαλλ. orthostatisme]
- ορθοστάτης ο [orθostátis] Ο10 : αντικείμενο που τοποθετείται κατακόρυφα ως στήριγμα σε διάφορες κατασκευές: ~ βιβλιοθήκης. Οι ορθοστάτες της σκηνής / της ξύλινης στέγης.
[λόγ. < αρχ. ὀρθοστάτης]
- ορθοστατικός -ή -ό [orθostatikós] Ε1 : (ιατρ.) α. που έχει σχέση με την ορθοστασία και ιδίως που οφείλεται σ΄ αυτή: Ορθοστατική λευκωματουρία / υπόταση. β. που έχει σχέση με την όρθια στάση του ανθρώπου: Ορθοστατικό σύνδρομο.
[λόγ. < διεθ. ortho- = ορθο- 1 + static < αρχ. στα τ(ός) `που στέκεται΄ -ic = -ικός]
- ορθοστεκάμενος, μτχ. επίθ.
-
- Που στέκεται σε όρθια στάση, όρθιος:
- χέζεις ορθοστεκάμενος (Σπανός B 107).
[<επίθ. ορθός + μτχ. ενεστ. του στέκομαι]
- Που στέκεται σε όρθια στάση, όρθιος:
- ορθόστηθος -η -ο [orθóstiθos] Ε5 : (λογοτ.) που έχει όρθιο στήθος: Ορθόστηθη γυναίκα, που οι μαστοί της είναι στητοί σε σχέση με το σώμα της.
[λόγ. ορθο- 1 + στήθ(ος) -ος]