Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ορθόδοξος, επίθ.
-
- 1) Που έχει σωστή γνώμη:
- τον εγνωρίσαμεν (ενν. τον Μελέτιον Συρίγον) εις κάθε … υπόθεσιν άνδρα φιλαλήθη και ορθόδοξον (Παρθεν., Γράμμ. 227).
- 2)
- α) Που ανήκει στο ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα:
- βασιλεύς ορθόδοξος (Ιστ. Βλαχ. 2444· Ασσίζ. 1889, 11)·
- (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.):
- εις την εκκλησίαν των ορθοδόξων (Πηγά, Χρυσοπ. 52 (7))·
- β) (προκ. για την πίστη):
- (Διγ. Gr. 3377)·
- γ) (στον υπερθ. προκ. για δήλωση μεγάλης ευσέβειας):
- γένος ορθοδοξότατον (Ιστ. Βλαχ. 416).
- α) Που ανήκει στο ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα:
- Το ουδ. ως ουσ. = οι χριστιανοί ορθόδοξοι:
- ουκ οίδεν το ορθόδοξον ομολογείν την τύχην (Σπαν O 245).
[<επίθ. ορθός + ουσ. δόξα. Η λ. τον 4. αι. και σήμ.]
- 1) Που έχει σωστή γνώμη:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ορθόδοξος -η -ο [orθóδoksos] Ε5 : 1. που χαρακτηρίζεται από εμμονή, προσήλωση σε ιδέες ή απόψεις, οι οποίες στα πλαίσια μιας κοσμοθεωρίας, θρησκείας κτλ. θεωρούνται σωστές ή είναι κατ΄ αποκλειστικότητα αποδεκτές· (πρβ. αιρετικός): Ένας ~ μαρξιστής / δημοτικιστής. Ορθόδοξοι μουσουλμάνοι. 2. (εκκλ.) που χαρακτηρίζει την ανατολική χριστιανική εκκλησία και το αντίστοιχο δόγμα σε αντιδιαστολή προς τη δυτι κή καθολι κή εκκλησία: Ορθόδοξοι χριστιανοί. H ορθόδοξη πίστη. Tο ορθόδοξο δόγμα. Ο ~ κλήρος / ναός. H ορθόδοξη ελληνική / ρωσική / σερβική / βουλγαρική / αλβανική εκκλησία. Είμαι Έλληνας πολίτης και χριστιανός ~. || (ως ουσ.) ο ορθόδοξος, θηλ. ορθόδοξη, χριστιανός που δέχε ται το ορθόδοξο δόγμα και ανήκει στην αντίστοιχη εκκλησία: Kεφαλή όλων των ορθοδόξων είναι ο Οικουμενικός Πατριάρχης Kωνσταντινουπόλεως.
ορθόδοξα ΕΠIΡΡ στη σημ. 1. [λόγ. < ελνστ. ὀρθόδοξος]