Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ορθοστάτης ο [orθostátis] Ο10 : αντικείμενο που τοποθετείται κατακόρυφα ως στήριγμα σε διάφορες κατασκευές: ~ βιβλιοθήκης. Οι ορθοστάτες της σκηνής / της ξύλινης στέγης.
[λόγ. < αρχ. ὀρθοστάτης]