Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ορθοποδώ.
-
- Βαδίζω ίσια, στο σωστό δρόμο·
- (εδώ μεταφ.) βρίσκομαι ή επανέρχομαι σε καλή κατάσταση, προοδεύω:
- αφόντις άρχισε το σχίσμα … ούτε η Βασιλεία ούτε η Εκκλησία ορθοπόδησαν (Ροδινός 149).
- (εδώ μεταφ.) βρίσκομαι ή επανέρχομαι σε καλή κατάσταση, προοδεύω:
[μτγν. ορθοποδέω. Τ. ορτο‑ κυπρ. Η λ. και σήμ.]
- Βαδίζω ίσια, στο σωστό δρόμο·