Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ορθοπεταλιά η [orθopetalá] Ο24 : κίνηση του ποδηλάτη κατά την οποία αυτός πατάει τα πετάλια χωρίς να κάθεται στη σέλα: Kάνω ~. Aνέβηκε την ανηφόρα με ~.
[ορθο- 1 + πεταλιά]