Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ορθοπεδική η [orθopeδikí] & ορθοπαιδική η [orθopeδikí] Ο29 : (ιατρ.) κλάδος της ιατρικής, ο οποίος ασχολείται με τις βλάβες που εμφανίζονται στα συστήματα στήριξης (σκελετός, αρθρώσεις κτλ.) και κίνησης (τένοντες, μύες) του ανθρώπινου σώματος: Προληπτική / θεραπευτική ~. Εργαστήριο ορθοπεδικής.
[λόγ. < γαλλ. orthopédie < ortho- = ορθο- 1 + αρχ. παιδ- (παῖς δες στο παιδί) -ie = -ική `τέχνη της διόρθωσης ή της πρόληψης της σωματικής δυσμορφίας των παιδιών΄ (η ορθογρ. με ε κατά το γαλλ. πρότυπο ίσως και για να μη συνδέεται αποκλειστικά με τη θεραπεία παιδιών)]