Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορθοδοξία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ορθοδοξία η [orθoδoksía] Ο25 : 1α. σύνολο από ιδέες ή απόψεις που στα πλαίσια μιας κοσμοθεωρίας, θρησκείας κτλ. θεωρούνται σωστές ή είναι κατ΄ αποκλειστικότητα παραδεκτές: Πολιτική / κομματική / κομμουνιστική ~. Mία γλωσσική μορφή που απέχει πολύ από την ψυχαρική ~. Θρησκευτική ~, η ορθή θρησκευτική πίστη. β. η ιδιότητα εκείνου που είναι ορθόδοξος1: H ~ μιας άποψης / ενός έργου τέχνης. 2. (εκκλ.) α. η χριστιανική ορθοδοξία όπως αυτή διαμορφώθηκε από τις οικουμενικές συνόδους: Ο αγώνας της ορθοδοξίας κατά των αιρέσεων. Kυριακή της Ορθοδοξίας. β. η ανατολική χριστιανική εκκλησία και το θρησκευτικό δόγμα που αυτή δέχεται: Διαφορές ορθοδοξίας και καθολικισμού. Ο προκαθήμενος της Ορθοδοξίας, ο Οικουμενικός Πατριάρχης. H ~ ήταν το κοινό γνώρισμα όλων των βαλκανικών λαών κατά τη διάρκεια της Tουρκοκρατίας.

[λόγ. < ελνστ. ὀρθοδοξία `σωστή γνώμη, ορθοδοξία΄]

[Λεξικό Κριαρά]
ορθοδοξία η.
  • 1)
    • α) Το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα, η ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία:
      • τα δόγματά μας και η ορθοδοξία μας στέκουνται σώα (Λούκαρ., Διάλ. 22013· 2228
    • β) η ορθόδοξη χριστιανική πίστη:
      • η ευπρέπεια αυτή της εκκλησίας είναι σημείον πίστεως και της ορθοδοξίας (Ιστ. Βλαχ. 1666).
  • 2) Το σύνολο των ορθοδόξων χριστιανών:
    • να χαρούν οι χριστιανοί και όλ’ η ορθοδοξία (Παλαμήδ., Βοηβ. 50).
  • 'Εκφρ. Kυριακή της Ορθοδοξίας = η πρώτη Κυριακή της Μ. Σαρακοστής που γιορτάζεται σε ανάμνηση της αναστήλωσης των εικόνων:
    • (Πηγά, Χρυσοπ. 52 (6)).

[μτγν. ουσ. ορθοδοξία. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες