Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ορθάνοιχτος, επίθ.
-
- Εντελώς ανοιχτός, ορθάνοικτος:
- ήτον (ενν. το λιμάνι) ορθάνοικτον (Μαρκάδ. 340).
[<επίρρ. ορθά + επίθ. ανοιχτός. Τ. ‑κτος στο Somav. και σήμ. (ΑΛΝΕ). Η λ. και σήμ.]
- Εντελώς ανοιχτός, ορθάνοικτος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ορθάνοιχτος -η -ο [orθánixtos] Ε5 : που είναι εντελώς ανοιχτός: Ορθάνοιχτη πόρτα. Ορθάνοιχτο παράθυρο / στόμα. Mε κοιτούσε με ορθάνοιχτα μάτια.
[ορθ(ός) + ανοιχτ(ός) -ος]