Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ορθά, επίρρ.
-
- 1) Σε όρθια στάση:
- η ρήγαινα σηκώνεται ορθά (Ιμπ. 789).
- 2)
- α) Ίσια, κατευθείαν:
- εδιάβηκαν ορθά εις την Γλαρέντζαν (Χρον. Τόκκων 552· Βίος Αλ.2 105)·
- β) (προκ. για ποταμό) κατά μήκος της όχθης:
- εβάλθησαν (ενν. οι Τούρκοι) στον δρόμον ορθά στο παραπόταμον (Χρον. Μορ. P 5203)·
- γ) ίσια, σε ευθεία γραμμή·
- (εδώ μεταφ.) δίκαια, χωρίς πονηριά:
- το φίδι πάντα δίδασκε να 'χει (ενν. ο κάβουρας) δικαιοσύνη και να περιπατεί ορθά (Αιτωλ., Μύθ. 694)·
- (εδώ μεταφ.) δίκαια, χωρίς πονηριά:
- δ) (προκ. για βλέμμα) ίσια, κατάματα:
- ετήραν την εις τους οφθαλμούς ορθά (Διήγ. Αλ. V 25)·
- ε) (μεταφ.) άφοβα:
- το τέλος ήγγικεν, άνθρωπε … τα στάμενά σου τοις πτωχοίς μετά χαράς να δώσεις … και τον κριτήν τον φοβερόν ορθά να εντρανίσεις (Αλφ. (Μπουμπ.) I 40).
- α) Ίσια, κατευθείαν:
- 3) Χωρίς καθυστέρηση, αμέσως:
- Ο Αλέξανδρος από του ύπνου ανέστη … και ορθά εκίνησεν εις την Ιερουσαλήμ (Διήγ. Αλ. V 66· Παλαμήδ., Βοηβ. 1093).
- 4) Μεταφ.
- α) σωστά, όπως πρέπει:
- (Σοφιαν., Παιδαγ. 101)·
- να γνωρίσει ορθά και καθάρια τον … πλάστην του (Χριστ. διδασκ. 179)·
- β) δίκαια:
- (Σπαν. Β 305)·
- έκρενε (ενν. ο Σολομών) τον λαόν … ορθά (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 206r).
- α) σωστά, όπως πρέπει:
- Φρ.
- 1) Λέγω ορθά = μιλώ ειλικρινά, απερίφραστα:
- (Σπαν. (Λάμπρ.) Va 329).
- 2) Μιλώ ορθά, βλ. ομιλώ Φρ. 9.
[<επίθ. ορθός. Διαφ. τ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Σε όρθια στάση:
[Λεξικό Κριαρά]
- ορθάνοιχτος, επίθ.
-
- Εντελώς ανοιχτός, ορθάνοικτος:
- ήτον (ενν. το λιμάνι) ορθάνοικτον (Μαρκάδ. 340).
[<επίρρ. ορθά + επίθ. ανοιχτός. Τ. ‑κτος στο Somav. και σήμ. (ΑΛΝΕ). Η λ. και σήμ.]
- Εντελώς ανοιχτός, ορθάνοικτος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ορθάνοιχτος -η -ο [orθánixtos] Ε5 : που είναι εντελώς ανοιχτός: Ορθάνοιχτη πόρτα. Ορθάνοιχτο παράθυρο / στόμα. Mε κοιτούσε με ορθάνοιχτα μάτια.
[ορθ(ός) + ανοιχτ(ός) -ος]