Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορεξάτος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ορεξάτος, επίθ.
  • Πρόθυμος:
    • ορεξάτη σε τούτον (ενν. το γάμο) έναι η μάννα τση (Φορτουν. Δ́ 379).

[<ουσ. όρεξις + κατάλ. ‑άτος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ορεξάτος -η -ο [oreksátos] Ε3 : (για πρόσ.) α. που έχει καλή διάθεση· ευδιάθετος: Πολύ ορεξάτο σε βλέπω σήμερα· σίγουρα κάτι ευχάριστο θα σου συμβαίνει. β. που έχει επιθυμία ή διάθεση για κτ.: Είναι ~ για δουλειά / για διάβασμα. || (ειρ.) έτοιμος για καβγά: Πολύ ~ μας ήρθες σήμερα!

[όρεξ(η) -άτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες